-
1 ταπετσαρία
[тапецариа] ουσ. Θ. драпировка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ταπετσαρία
-
2 драпировка
-
3 обои
-
4 драпировка
1. (обивание тканью) η πε-ρικάλυψη/επένδυση με ύφασμα 2. (материал обивки) το ύφασμα περικάλυψης/επένδυσης, η ταπετσαρία 3. (занавеска, портьера) το παραπέτασμαη κουρτίνα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > драпировка
-
5 обивка
1. (действие) η κάλυψη, η επίστρωση, το ντύσιμο, η ένδυση, το ταπετσά-ρισμα 2. (материал) η εσωτερική επένδυση, η ταπετσαρία, η φόδρα-кабины ав. - του θαλάμουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обивка
-
6 обои
η ταπετσαρίαнаклеивать - κολλάω την-.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обои
-
7 отойти
1. (удалиться в сторону) απομακρύνομαι 2. (трансп.) αναχωρώ, ξεκινώ, φεύγωпоезд отошёл το τρένο έφυγε/αναχώρησε3. (отступить) υποχωρώ, φεύγω 4. (отделиться, перестать плотно прилегать к чему-л., выделиться) υποχωρ/ώобои отошли η ταπετσαρία ξεκόλλησε/υποχώρησεпятно отошло η κηλίδα/ο λεκές/το σημάδι εξαφανίστηκεРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отойти
-
8 шпалеры
мн. 1. (обивочные ткани, обои) η ταπετσαρία του τοίχου 2. (натянутая проволока, решётки, по которым вьётся растение) η πέργκολα, η κατασκευή από μακρόστενους ράβδους που σχηματίζουν ρόμβους, πάνω στα οποία αναρριχώνται τα φυτά 3. (ряды деревьев, кустов по обеим сторонам дороги) τα δέντρα/οι θάμνοι εκατέρωθεν της οδού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шпалеры
-
9 обивка
обивкаж1. (действие) τό ντύσιμο, ἡ ἐπίστρωση, τό ταπετσάρισμα·2. (материал) ἡ ταπετσαρία, τά ὑλικά τῆς ἐπίστρωσης. -
10 обои
обо́имн. τό χαρτί ταπετσαρίας, ἡ ταπετσαρία τοῦ τοίχου. -
11 отходить
отходить Iнесов1. ἀπομακρύνομαι/ παραμερίζω (άμετ.) (в сторону)/ ἀναχωρώ, ξεκινώ (о поезде) / ἀποπλέω (о пароходе)·2. (отклоняться) παρεκκλίνω, ξεκόβω:\отходить от темы παρεκκλίνω (или παρεκβαίνω) ἀπό τό θέμα· \отходить от прежних взглядов ἐγκαταλείπω τίς παληές μου ἀντιλήψεις· \отходить от старых друзей ξεκόβω (или ἀπομακρύνομαι) ἀπό τους παληούς φίλους· \отходить от дел ἀποσύρομαι ἀπό τίς ὑποθέσεις·3. (отставать) ξεκολλώ:обо́и отошли от стены ἡ ταπετσαρία τοῦ τοίχου ξεκόλλησε·4. (исчезать \отходить о пятне) ἐξαλείφομαι, βγαίνω:пятно́ не отходит ὁ λεκές δέν βγένει·5. (приходить в нормальное состояние) συνέρχομαι·6. (умирать) уст. ἐκπνέω, ἀποθνήσκω:\отходить в вечность ἀπέρχομαι είς τάς αἰωνίους μονάς· ◊ \отходить ко сиу́ ἀποκοιμοῦμαι· \отходить в прошлое παρέρχομαι· праздники отошли́ πέρασαν ὁΐ γιορτές.отходить IIсов см. отхй живать. -
12 обойный
επ.του τοιχόχαρτου•-ая фабрика φάμπρικα κατασκευής τοιχόχαρτου.
|| του ταπετσαρίσματος•-ая материя η ταπετσαρία•
-ые гвозди καρφιά ταπετσαρίσματος.
-
13 шпалеры
-лр πλθ. (ενκ. шпалера -ы θ.).1. χαλί τοίχου (χωρίς χνούδι).2. ταπετσαρία (χαρτί) του τοίχου.3. στηρίγματα αναρριχητικών φυτών αναδεντράδα• κληματαριά.4. δεντροστοιχίες εκατέρωθεν της οδού.5. παράταξη στρατιωτών εκατέρωθεν της οδού (σε στοίχους ή σε ζυγούς).
См. также в других словарях:
ταπετσαρία τοίχου — Υλικό που χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Η χάρτινη ταπετσαρία ήταν για πολλά χρόνια παραδοσιακός τρόπος κάλυψης των τοίχων σε χώρες της Ανατολικής Ασίας. Τ.τ υπάρχουν μονόχρωμες, πολύχρωμες, με ή χωρίς σχέδια. Διακρίνονται σε … Dictionary of Greek
ταπετσαρία — η, Ν 1. επίστρωμα εσωτερικών τοίχων κατοικίας από ειδικό χαρτί, ύφασμα ή πλαστικό για λόγους προστασίας και διακόσμησης 2. επίστρωση επίπλων, ιδίως καθισμάτων, κρεβατιών και καναπέδων με ειδικό γέμισμα και επένδυσή τους με ύφασμα, πλαστικό ή… … Dictionary of Greek
ταπετσαρία — η (λ. ιταλ.) 1. διακοσμητική επένδυση τοίχου με χαρτί ή ύφασμα. 2. επένδυση επίπλων με ύφασμα, δέρμα, μουσαμά κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπέτασμα — το (AM ἐμπέτασμα) παραπέτασμα νεοελλ. χαρτί για επικάλυψη τής εσωτερικής επιφάνειας τοίχου, ταπετσαρία … Dictionary of Greek
εμποροκρατία — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται συνήθως η πολιτική επέκτασης και οικονομικής ανάπτυξης, που ακολούθησαν οι μεγάλες ευρωπαϊκές μοναρχίες τον 16o, τον 17o και τον 18o αι., καθώς και οι θεωρίες των συγγραφέων της περιόδου εκείνης, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
στόρεσμα — το, Ν επίστρωμα, ιδίως τοίχου, ταπετσαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐστόρεσα τού αρχ. στόρνυμι* (πρβλ. στορεστής)] … Dictionary of Greek
ταπετσάρω — Ν [ταπετσαρία] 1. καλύπτω εσωτερικό τοίχο με ειδικό χαρτί 2. επιστρώνω έπιπλα με γέμισμα και τά επενδύω με ύφασμα, πλαστικό υλικό ή δέρμα … Dictionary of Greek
τοιχόχαρτο — το, Ν χαρτί τοιχόστρωσης, ταπετσαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχος + χαρτί. Η λ., στον λόγιο τ. τοιχόχαρτον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χαρτοπέτασμα — το, Ν 1. το χαρτί τής ταπετσαρίας 2. συνεκδ. η ταπετσαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + πέτασμα «καθετί το απλωμένο»] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μουσείο Αντιβουνιώτισσας (Κερκύρας) — Το μουσείο μεταβυζαντινής τέχνης της Κέρκυρας –ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα εξέλιξης της εκκλησιαστικής ζωγραφικής κατά τη διάρκεια της μεταβυζαντινής περιόδου– λειτουργεί και πάλι από το 1994, μετά τη δεύτερη, τελική φάση αναστήλωσης του ναού… … Dictionary of Greek